πλουσιόψυχος

πλουσιόψυχος
πλουσιόψυχος
generous
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • πλουσιόψυχος — ον, Α πλούσιος στην ψυχή, γενναιόψυχος, γενναιόδωρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλούσιος + ψυχος (< ψυχή), πρβλ. μεγαλό ψυχος] …   Dictionary of Greek

  • πλουσιόψυξ — υχος, ὁ, ἡ, Μ άνθρωπος πλουσιόψυχος*. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού πλουσιόψυχος, που σχηματίστηκε αναλογικά προς τα μονοκατάληκτα επίθετα της γ κλίσης (πρβλ. γαμψῶνυξ, ώνυχος)] …   Dictionary of Greek

  • ψυχή — I Λεπιδόπτερο έντομο της οικογένειας των ψυχιδών. Το γένος αυτό αριθμεί πολλά είδη, που ζουν κυρίως στην Ευρώπη. Το χαρακτηριστικότερο γνώρισμα των ψ. είναι ο γεννητικός του διμορφισμός. Τα αρσενικά έχουν φτερά και χνουδωτό σώμα και πετούν συχνά… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”